Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Όλα θα punk, αλλά......


ή αλλιώς πως πέρασα φέτος στις διακοπές κυρα Σουλα μου…κ επειδή ήθελα να εκπλήξω διάλεξα ένα τσιτάτο που παραφράζει πατρογονικές έννοιες στωικότητας και παρήγορες κουβέντες που συνιστούν ιώβεια υπομονή, ή ευαγγελίζονται απαραίτητα happy endings  στην ανθρώπινη περιπέτεια. Ένα τσιτάτο φουλ στην αμφιθυμία, με ένα τεράστιο δύσθυμο «αλλά…» να στέκεται τελευταίο, απρόβλεπτο, σαν Δαμόκλειο Σπάθη μιας δυσάρεστης έκπληξης να αιωρείται με την συνέπεια του εκκρεμούς, πάνω από το κεφάλι μας, κλείνοντας το μάτι στην έκπληξη που καθένας (εκτός του Μέρφυ) θεωρεί φυσιολογική και πάντοτε με μια αμφισημία ιδιαίτερη, που δύναται να διακρίνει την Πυθία, ή μάλλον το ιερατείο από πίσω της, όταν αποφασίζει μετά από ποια λέξη να τοποθετήσει … για παράδειγμα ένα κόμμα (αναφερόμαστε πάντοτε σε σημείο στίξης ε!). Δεν θέλω να κλέψω την πατρότητα του τσιτάτου, που ως άλλο επιμύθιο καλείται να «χρωματίσει» το παραλήρημά μου με αξιολογικούς και ουχί φιλοσοφικούς τόνους και όρους. Βρίσκεται γραμμένο σε τοίχο πλησίον του παλιού Ιπποκράτειου νοσηλευτηρίου στο Ηράκλειο (απέναντι από Κρήτη Σπορ-φμ & λίγο πριν τη Γκουέρνικα) κ εύχομαι να παραμείνει έτσι, αταλάντευτα γενικό κ ορθάνοιχτο στην ερμηνεία κ στην αντίληψη του καθένα, κόντρα στις όποιες αισθητικές ανησυχίες εκφράσουν οι κυρ-παντελήδες που το συνορεύουν κ το κυκλώνουν με την αστοχία υλικών σε αισθήματα, νόηση και πράξεις….όποτε αυτές οι άστοχες ανησυχίες και να εκφραστούν…Απλά το υπενθυμίζω για να μην ξεχαστεί και αυτό σαν το απόλυτα ακριβές, λιτό και αληθινό τσιτάτο που κατοικοέδρευε σε έναν τοίχο της Ιδομενέως και ανέκραζε: «ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΟΥΑΣΙΜΟΔΕΙΑ ΠΟΛΗ». Εν αντιθέσει φαντάζομαι, με τις πινακίδες που έριζαν για το πόσο βαθύ Πα.Σο.Κ. ήταν η πόλη, μέχρι το «βάθεμα» αυτό να μετακομίσει άλλου, οπότε και αφαιρέθηκε, κάνοντας λόγο για δημοκρατία• ναι, της κουμπούρας.

Είπαμε όμως αυτή είναι μια σουρεαλιστική ανασκόπηση των διακοπών φέτος…Δεν είναι τουριστικός οδηγός στα τσιτάτα της πόλης που λόγω δημοσιότητας μένουν αέναα καρφωμένα μεν στους τοίχους, έκθετα όμως, σαν σωκρατική μύγα να ταλανίζουν όσους έχουν χιούμορ, ή συνείδηση….Επομένως αρχίζουμε
Είναι ώρες που μένεις ξέπνοος από λέξεις περισσότερο παρά αέρα, ιδιαίτερα όταν καλείσαι να συνοψίσεις την Εδέμ… την Εδέμ του Θεού της Παλιάς Διαθήκης, ξέρετε αυτουνού του εκδικητικού, του αιμοσταγούς, του αχανούς και πελώριου, του (σαν άλλος Κρόνος) παιδοφάγου• με τα ζώα και τα λοιπά κτήνη εν ειρήνη, να ανανεώνουν διαρκώς την παρθενία του κόσμου, δίχως την κυκλωτική, ενστικτώδη αναγκαιότητα, του φόνου και της γέννας, που φτιάχνει σπείρες εις τη νιωστή• δίχως το αναγκαίο κακό μιας –όλοι το λένε – μάταιης  κλωνοποίησης, όπου ακόμα και σε μια σπείρα βουδιστικής ανέλιξης, θα είχε αρκετούς πια στη νιρβάνα, κάτι σαν εκλεκτούς Νιτσεϊκούς υπέρ – ανθρώπους από τον Βούλκαν που ψιθυρίζουν Live long & prosper εις το διηνεκές της αιωνιότητας, αλλά φευ•
 του Θεού της ερημίας, των ανθρώπων και των ψυχών αλλά και του πολυπληθούς έμβιου φυσικού κόσμου, που όταν εκφράζεται με ανθρώπινα λόγια γίνεται δόγμα, επιστήμη & προκατάληψη….Του Θεού που νταλαβερίζεται με τα απόλυτα κρατώντας την πατέντα, τον Θεό «ορατών πάντων και αοράτων». Εκεί όπου η ανθρώπινη παρουσία μπορεί ακριβοδίκαια να θεωρηθεί κομμάτι του συνόλου, μια επαρκώς δικαιολογημένη υπαρξιακά παρουσία και όχι αυτό που ακούγεται πιο πιστευτό• ότι δηλαδή η ανθρώπινη ύπαρξη σε αυτό τον πλανήτη (και σε οποιονδήποτε πλανήτη θα έλεγα), είναι τελικά, μια μάλλον κακοστημένη και «τελειωμένη» (με όρους εθισμένων στο τζόγο) παρτίδα ζάρια του Δημιουργού, εις βάρος της Δημιουργίας του. Και πώς να μην κάνω λόγο για παρτίδα ζάρια, όταν κάποιος/α (εντάξει είμαστε βλάσφημοι αλλά πότε στην ανθρώπινη ιστορία, το υπερβατικό δεν επικοινωνήθηκε με ανθρώπινους όρους και διαστάσεις, για να μην το κάνουμε τώρα και εμείς? π.χ. «ο Θεός βλέπει»?), αποφασίζει να δώσει εκείνα τα ένστικτα, στο μόνο έμβιο πλάσμα που θα μπορούσε, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, από μόνο του, να μαμήσει ολόκληρο τον πλανήτη? Με άλλα λόγια, δεν είναι κρίμα, το μόνο πράγμα που μας τοποθετεί στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, να μας καταδικάζει κιόλας, μάταια να ψάχνουμε, αυτό που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε? Κ ύστερα σου λέει «μην μιλάς για ζάρια»…..
Πάμε πάλι πίσω στην Εδέμ που όλα μοιάζουν να έχουν αρχέγονο νόημα. Μια Εδέμ που κ ανάποδα να την γύρναγες δεν θα είχε και τίποτα να προσφέρει στο γυμνό και πεπερασμένο ανθρώπινο μάτι. Ναι Εδέμ, ακόμα και όταν είναι «των 11 ημερών», ακόμα και όταν, θεμιτά, νιώθεις την ίδια νοσταλγία που είχες, όσο τις απολάμβανες, τυλιγμένος στην ασφάλεια της στωικότητας, ότι, ναι, «και αυτό θα περάσει», αλλά «κάποια άλλη στιγμή»… Έ, αυτή η «κάποια άλλη στιγμή» ήρθε! Ήρθε και πώς να της κακίσεις? Αφού όλοι το ξέρουν πως θα έρθει ακόμη και όταν επενδύουν στην μακαριότητα των στιγμών της ραστώνης, αφήνοντας τα αναπόδραστα με τα αναπόδραστα και τα τωρινά με τα όμοια τους…..
Κ πως λοιπόν να περιγράψεις κάτι για το οποίο έχει έρθει η στιγμή όπου η τρικυμία της υποχρέωσης διαταράσσει την νηνεμία της ραστώνης? ήρθε η στιγμή να πούμε: «άιντε και του χρόνου!»…Κ αυτό με πλήρη επίγνωση της πίκρας των 360, παρά κάτι, ημερών που πρέπει να περάσουν για να δύνασαι να «αλλάξεις παραστάσεις» και ως άνθρωπος και ως…μεγαλύτερος άνθρωπος• γιατί ναι, μεγαλώνουμε δεν γίνεται διαφορετικά, ακόμη και με εγκεφαλική βλάβη προσκόλλησης στην παιδική αθωότητα, είμαστε μάλλον καταδικασμένοι σε σταφίδιασμα• και αυτό πάντα μου θυμίζει το σύνοδο της ωρίμανσης, που είναι η σήψη και η γνώση περί σήψης….γι αυτό λέμε, να μην σταματάς να μαθαίνεις. Αλίμονο σε αυτόν που τα ξέρει όλα, ακόμα κ αν μόνο το υπαινίσσεται, ή ανερυθρίαστα το διακηρύσσει, γιατί δεν υπάρχει έμβιο ον, κοντύτερα στο τέλος από αυτό.
 Η νοσταλγία, λοιπόν, για να μην ξεχνιόμαστε, ιδιαίτερα όταν κατακάθεται πάνω της η πίκρα των άνωθεν διαπιστώσεων, γίνεται δύστροπη και δύσκολη στην επικοινωνία με μεθεπόμενο, τη λήθη των λωτοφάγων, ακόμα και μπροστά στο αναπόδραστο και εδώ και πολλά χρόνια προσωπικά αντιληπτό περί χρονικής σχετικότητας και συναφών αξιωμάτων• περί ωριμότητας και αντίληψης του χρόνου που περνά και πάντοτε αυτό θα κάνει, ακόμα και χωρίς εμάς, που κάθε φορά, μάταια προσπαθούμε, να αντιληφθούμε την ιστορικότητας της πράξης που συντελείται….Και δεν έχουμε τίποτα με τους λωτοφάγους, ή με την λήθη της υποχρέωσης στην σκλαβιά. Έχουμε όμως, με την κοινωνική αποδοχή στην λήθη αυτή, η οποία είναι μηδαμινής ανοχής, με συνέπεια να χαρακτηρίζεσαι (εύκολα πάντα, αφού ό,τι σάπιο, είναι και εύκολο) αήθως τεμπέλης, ή ότι άλλο βρίσκουν οι κατέχοντες, για να υποθηκεύουν τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων, το μοναδικό αξιόπιστο τεκμήριο πλούτου ενός αδέσμευτου και ευτυχισμένου ατόμου.
Παραφράζοντας, τον φίλο μου τον Ζοζέ, για να μεταφέρω καλύτερα το ξέπνεμα και την αδυναμία μου: «Πώς να περιγράψω με λέξεις έναν κόσμο γεμάτο λέξεις που είναι εκεί για να τον περιγράψουν?» Πώς να επικοινωνήσω σε έναν κόσμο γεμάτο λέξεις που είναι εκεί για να τον διχάζουν, όσο και για να τον ενώνουν, το ίδιο?…Πως λέει και ο Κιάνου: Free will...is a bitch!!
Και γιατί Κομμός? Γιατί εκεί? Κάτσε ρε φίλε, θα μου πεις τι το πλούσιο
έχει μια αχανής παραλία που την ντύνουν οι διψασμένοι βράχοι, η χορτασμένη θάλασσα πλάκα, η ερημική άμμος, οι πρίνοι και τα αρμυρίκια? Σε όλους αυτούς που θα έκαναν την ερώτηση, αρχικά θα τους προκαλούσα να πάνε «εκεί» και μετά να ξανασυζητήσουμε. Πολύ απλά, γιατί μια τέτοια απορία δεν μπορεί να εκφράζεται από έναν ήδη επισκέπτη του τόπου που κάποτε αποτελούσε τόπο ταφής ανθρώπων• Και όποιος έχει διαβάσει την «Λάμψη», για παράδειγμα, μπορεί να αντιληφθεί τι συνεπάγεται ο τόπος ταφής να είναι και τόπος αναψυχής. Με λίγα λόγια, όποιος πήγε, ξέρει και δεν κάνει τέτοιες ερωτήσεις – ακόμα και αν δεν του άρεσε. Να ξανασυζητήσουμε, αν βίωσε τίποτα τόσο έντονο όσο ο παρανοϊκός γράφων αισθάνεται, κάθε φορά που βρίσκεται σε τούτους τους αμμόλοφους, όπου τα κουφάρια των παλιανών, στεριανών ανθρώπων, συναντιούνται με τα νεότοκα ερπετά της θάλασσας.
Γιατί εκεί νιώθω πως το υπερβατικό της φυσικής απλότητας, ο αταλάντευτος, διαρκής βόμβος της εκκωφαντικότερης ησυχίας που έχεις αισθανθεί, που παραδόξως ακούγεται στο αστικό αυτί, αρκετές μέρες μετά (σαν ακουστική ψευδαίσθηση που υπενθυμίζει όσα έγιναν γνωστά στην έρημο), σε κάνουν να πιστεύεις ότι εδώ οι σκιές είναι αυθύπαρκτες και συνειδητά αυτονομημένες από το βάρος όσων τις σκιάζουν• όλα έχουν πυρωμένη ύπαρξη και είναι εκεί για να σκουντούνε τον Θωμά, να του υπενθυμίζουν πως στην μοναξιά της ερήμου δεν είναι μόνος, ακόμα και αν ο ίδιος, έτσι αισθάνεται και έτσι του επιτρέπουν οι αισθήσεις του να αντιλαμβάνεται• γι αυτό και λένε, μακάριοι όσοι πιστέψουν χωρίς την πολυτέλεια των αισθήσεων να τους περιορίζει την αισθαντικότητα. Εκεί, ο ωχαδερφισμός γίνεται στην πράξη αδόκιμος, η αλληλεγγύη άλλο τόσο αναγκαία, ακόμα και αν δεν είναι ριζωμένη στην συνείδηση.
Εκεί που ό,τι σε περιβάλλει δεν σε ξερνά με απέχθεια, αλλά σε εγκολπώνει, με την θαλπωρή μήτρας που κυοφορεί και αδημονεί να σε αναγεννήσει κατά τι, βελτιωμένο. Εκεί, που το μη αντιληπτό κάνει γνωστή την παρουσία του με μια επιβλητική μεγαλοπρέπεια που είναι αδύνατον να αγνοηθεί ακόμη και από τον πλέον κυνικό• και επειδή η ανθρώπινη άρνηση είναι ικανή να στραφεί κατά της ίδιας της ύπαρξης, αυτοί που αρνούνται να δουν την ομορφιά του κόσμου μέσα από την απουσία του, πολύ απλά φεύγουν, απηυδισμένοι με τις προτιμήσεις των υπολοίπων παιδιών της ερήμου, του ήλιου και της θάλασσας, απορώντας, είτε για το «πώς αντέχουν», ή πολύ απλά για το «τι του βρίσκουν?». Καλή ώρα σαν εσένα που ρώτησες πριν…Καλά να πάθεις!! Άκου εκεί, «τι βρίσκουν» σε ένα τόπο που ακόμα και το πλέον ετερόκλητο κομμάτι της ποικιλομορφίας των ανθρώπων, ενσωματώνεται στη φυσιολογία του τόπου και της στιγμής, εφόσον αφεθεί και απορροφηθεί από τον πλούτο της, γεμάτης ζωή, θαλασσινής ερήμου, που τελικά είναι αυτό το υστερομινωικό νεκροταφείο.….
υστερομινωικό νεκροταφείο

Στην Εδέμ λοιπόν είναι όλα δύσκολα (πολύ απλά γιατί αξίζουν τον κόπο)• ο Αίολος, και τα λοιπά φαινόμενα, που κάποιοι, για χάρη συντομίας, ονομάζουν καιρικά, απρόβλεπτα και ανεξέλεγκτα της ανθρώπινης επιθυμίας, ένα «πειραγμένο» κοκτέιλ των 4 εποχών, συμπυκνωμένων σε ένα καλοκαίρι, κάνοντας, το κατά τ’ άλλα φαιδρό, «για όλου του κόσμου τον καιρό, έλα δέκα ημέρες στον Κομμμό», να φαίνεται απολύτως ακριβές• ο ήλιος αψύς και τραχύς, να μαστιγώνει την γύμνια όσων τολμούν να αμφισβητήσουν την πύρινη του δύναμη• η άμμος αφιλόξενη και μαρτυρική, είτε όταν σηκώνεται, με την βοήθεια του Αίολου, για να μαστιγώσει τα άψυχα και έμψυχα που την περιστοιχίζουν, είτε όταν πυρώνεται από το παντοκράτορα ήλιο και ψύχεται από το σεληνόφως• ο φλοίσβος, συνοδεύει άλλοτε απειλητικά και άλλοτε καθησυχαστικά την ηχορύπανση των ανθρώπων και των πλασμάτων, που από απόσταση ασφαλείας, τους περιστοιχίζουν• η θάλασσα, η ίδια, προσφέρει ομοιόσταση με την θερμοκρασία που ορίζεται από την ώρα της ημέρας, παραμένει όμως, τόσο αδούλωτη και επιθετική, που αν δεν την σεβαστείς, νιώθεις πως είναι έτοιμη να σου σπάσει το σβέρκο, ό,τι και να λένε νεόκοποι σερφερ που…. «έχουν δει καλύτερα». Την έπαρση η ερημία, από μόνη της, δύναται να την τιμωρήσει και να την βάλει αίφνης στην θέση της, σαν έναν μαθητή που έλαβε το  χαστούκι του και τώρα αδιαμαρτύρητα το σκέπτεται, σαν να συμφωνεί και ο ίδιος με την τιμωρία του.
Οτιδήποτε κάνεις, πρέπει να έχει εκ των πρότερων οργανωθεί, αλλιώς θα υπάρξει νομοτελειακή συνέπεια. Είναι λοιπόν να μην με εκπλήσσει που έστω και ακούσια εγώ πειθαρχώ στη νομοτέλεια της εκ των προτέρων οργάνωσης? Εγώ που, αφηρημένα, ξεχνώ που είναι τα γυαλιά του ηλίου, την ίδια στιγμή που τα φοράω? Δεν είναι λοιπόν να με εκπλήσσει, που εκεί που πρέπει να τα άφησα (από υποχρέωση στην διατήρηση τους), ήταν κιόλας? Κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι την πειθαρχία στην οργάνωση, να φέρνει αποτελέσματα και να γίνεται με τρόπο ασυνείδητο και όμως φαινομενικά τόσο εκούσιο, με εκπλήσσει, με αμφιθυμικό τρόπο.. Ότι έστω και ασυνείδητα, πειθαρχώ σε μια οργάνωση που δεν ορίζεται από τις ανάγκες μου• τουναντίον, ορίζεται από την πραγματικότητα γύρω μου. Εκεί, «επιβάλλεται επιβλητικά» που ανέφερε κάποτε μια παλιά, ραδιοφωνική, Ηρακλειώτικη διαφήμιση, που με έκανε πάντα να γελώ με τον πλεονασμό, που εν αγνοία των δημιουργών του, έβγαζε περισσότερο αστεϊσμό, παρά ενδιαφέρον• και όμως εκεί, έτσι επιβάλλεται το περιβάλλον πάνω σου. Και πολύ απλά, αν δεν ενσωματωθείς, θα κλάψεις, είτε για την περιουσία που θα αφήσεις σαν ακούσιο φόρος τιμής, στην αδηφάγα άμμο, είτε για τα πόδια σου, που καίγονται επειδή ξέχασες να φορέσεις παντόφλες, γιατί είπες: «έλα μωρέ 10 μέτρα είναι», λόγω άγνοιας, έπαρσης, αβλεψίας, ή απλά έλλειψης προσοχής και σεβασμού στις απαιτήσεις που θέτει το μέρος. Ξέρετε πόσοι χοροπηδούν σαν τους ινδιάνους, που παρακαλούν για βροχή, πηγαίνοντας από και προς κάπου, σε αυτό το μέρος των χιλίων δυνάμεων, που οι άνθρωποι ούτε νιώθούν ούτε μπορούν να νιώσουν?
Εκεί δεν έχει «που άφησα τον αναπτήρα μου»? Μπορεί να τον έχει ήδη η καρέτα στη φωλιά της, για να βάζει φωτιά τον χειμώνα που θα ξεκουμπιστούν οι ξενομπάτες, αφού η άμμος, ό,τι καταπίνει, δεν το αποκαλύπτει εύκολα και ίσως είναι απίθανο να το αποκαλύψει σε αυτόν που το ψάχνει…ίσως σε κάποιον άλλον, μια άλλη φορά. Κ όχι, δεν είναι ξαφνικά ότι αλλάξαμε το κόμμα στο «πίστευε και μη, ερεύνα», απλά δεν είναι να τα βάζεις με άμμο που έχει χωνέψει ανθρώπους εδώ και αιώνες (εδώ κολλά και το σχόλιο για τον Γιάχβε – αυτοί εκεί σκοτώνουν για την πλάκα τους)• δεν είναι και πολύ εχέφρον. Αν παρ’ όλα ταύτα το αποτολμάς, πρέπει να είσαι είτε ανόητα αισιόδοξος είτε απλά ανόητος. Γι αυτό και είπα αναγεννάται κατά τι βελτιωμένος• αν κ απολύτως αδαής για την βελτίωση αυτή….και αυτό είναι κάτι που το μέρος μπορεί να στο ξανά – μαθαίνει, κάθε φορά που το ξεχνάς. Άρα, δεν θα μας τύχει εμάς να τα γνωρίσουμε όλα, αλλά ακόμα και αν τούτο ποτέ συμβεί, πάντα θα μπορούμε να ανανεώνουμε την γνώση μέσα από την πηγή της ζωής, που είναι η φύση η ίδια. Η φύση που ποτέ της δεν διστάζει να διδάσκει τους ανθρώπους που ξεχνούν, ή πολύ απλά δεν ξέρουν. «Ναι! πες μας ότι βρήκες και το μυστικό της αθανασίας». Δεν ξέρω κυρα Σούλα μου, το ότι δεν θα το βρω δεν είναι και λόγος να πάψω να το αποζητώ. Αλλά πάντα θα έχω την ασφάλεια και πώς να ξεχάσω, θα έχω πάντα ένα σίγουρο τρόπο να θυμηθώ• ίσως έτσι, να μην σταματάς ποτέ να μαθαίνεις.. Και αν δεν είναι αυτό αίσθηση αθανασίας τότε τι είναι?

βελτιωμένο Εγώ ακούω...
Η επανεφεύρεση ενός κατά τι βελτιωμένου Εγώ (που ίσως σταδιακά να στοχεύει στην κατάργηση του), γιατί περί τέτοιας πρόκειται, όταν μιλούμε για ενσωμάτωση,  είναι ένας σημαντικός λόγος, αγάπης για το συγκεκριμένο μέρος. Μόνο εκεί νιώθω έτσι για τόσο μικρό χρονικό διάστημα• τόση κανονιστική δύναμη διαθέτει πάνω μου. Το μέρος, όπου η συμπαντική μοναδικότητα έρχεται να υπενθυμίσει στις μύριες άλλες, που την συνθέτουν, πως υπάρχουμε για να γνωρίζουμε και, πως μόλις αυτό σταματήσει, ποιος ο λόγος να υπάρχουμε?…Με το μυαλό αδειανό, από επίκτητες και αχρείαστες, στον κύκλο της ζωής, υποχρεώσεις, μοιάζει, σαν ό,τι και να προκύψει να φαίνεται εσαεί καλοδεχούμενο, αφού ό,τι και να είναι, δεν θα ξέρεις πως νιώθει μέχρι την στιγμή που θα το ζήσεις, όχι γιατί «δεν γίνεται αλλιώς», αλλά γιατί έτσι πρέπει• και αν το τελευταίο ακούγεται το ίδιο, δεν είναι όμως στην πραγματικότητα και το αυτό. Για παράδειγμα και για να το συνδέσω με το προηγούμενο, της διαρκώς ανανεούμενης γνώσης, αν το «διδάσκω» ακούγεται υπεροπτικό, σίγουρα δεν μοιάζει τέτοιο, όταν του προσθέτεις το αρχαϊκό κ μεγαλόθυμο, «αεί διδασκόμενος». Γι αυτό και αντίθετα και, με το μυαλό μολυσμένο από την ανάγκη, μπορούμε να ισχυριστούμε, πως ό,τι και να ‘ρθει, μπορεί να είναι καλό, μόνο αν εμείς είμαστε ανοιχτοί στις διδαχές του.
Συγχωρήστε μου την έπαρση• ίσως και να προέρχεται και από την αγάπη μου για το μέρος που δεν με αφήνει να δω το θέμα πιο ελαφρά• βλέπω και τώρα που μιλάμε κ συ κυρα Σούλα μου, να δυσπιστείς, να μετατρέπεις το μανιφέστο της ανεκτικότητάς μου, σε απόλυτη προπαγάνδα. Και αν μου ξανά – υπενθυμίσεις πως σκοπός του παραληρήματος είναι να γράψω την «έκθεση» με τα απομνημονεύματα του Summer of 16, θα σου πω πως και τα γαϊδούρια, όπως πέρσι, ήταν αξεπέραστα ανθρώπινα και πως οι άνθρωποι, θέλοντας και μη ήμασταν αξεπέραστα γαϊδουρινοί, υπενθυμίζοντάς μας, την πραγματική μας θέση, αξιακά (περισσότερα προσεχώς @Homo Superioris)..
Φέτος τα γαϊδούρια δεν ήσαν το μόνο highlight. Είχαμε βροχή από πύρινους αστέρες που τύχαινε να περνάνε από τον Μεσσαρίτικο νυκτερινό ουρανό, την ίδια στιγμή που εμείς τον κοιτούσαμε. Και για μένα αυτό είναι μια ευτυχής συγκυρία. Σαν να μας καλοδέχονταν ο κύρης του τόπου με πυροτεχνήματα. Είπαμε σαν θες, είσαι κιόλας, ή όπως και το να δει κανείς δίκιο, θα έχει. Συγκυρία ή όχι, δεν έπαψα για περίπου 3 ημέρες να μετρώ πύρινες φωτιές να σβήνουν στο σκοτάδι, σαν ο ήλιος του μεσημεριού να έκαιγε ως και τα μεσάνυχτα τα σωματίδια και τώρα έσβηναν βιαστικά και κατευθυνόμενοι χορογραφικά, πάντοτε προς τα κάπου αλλού, γιατί όπως και να έχει, το θέαμα αυτό, θα πρέπει να είχε και άλλους θεατές, και κάποτε θα έπρεπε να κάνουν και από εκεί, που οι άλλοι βρίσκονταν, την εμφάνιση τους. Το πιο φωτεινό μα και βιαστικό μπαλέτο του σύμπαντος στο «πιάτο μας». «Και ένα ευχαριστώ δεν άκουσα!!» που θα ‘λεγε και κάποιος που δεν καταδέχεται κανονικά να στρέψει την προσοχή του σε δημιουργίες του Διάβολου, όπως το Διαδίκτυο Κα Λουκά μου….
Είχαμε κ την πανσέληνο στους αρχαιολογικούς χώρους, που λόγω δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας (άντε να πω και από έλλειψη κονδυλίων για υπερωρίες) άφησαν τους επισκέπτες να βλέπουν τον χώρο από απόσταση, σαν πολιτισμικοί λαθρομετανάστες, που κοιτούν την χώρα της επαγγελίας από τη νήσο Έλις. Βλέπεις, δεν μπορούσε η Χάρις, ή άλλοι «πυλώνες» του πολιτισμού μας, να κάνουν κάνα πανηγύρι στη Φαιστό, μοναδικό λόγο για να ανοίξουν, ως φαίνεται, οι πύλες του κοινού πολιτισμικού μνημείου της ανθρωπότητας, δωρεάν στους, ημεδαπούς και μη, επισκέπτες• γι αυτό και ας με λένε ανθέλληνα, σημειώνω σχετικά: ποτέ τόσο λίγοι δεν αποδείχθηκαν τόσο καβαντζοπουσταίοι!!! Δεν υπήρξε λοιπόν μπουζούκι πιάτο, ρακή κ γαρύφαλλο και άρα, δεν θα μπορούσαμε, παρ’ ότι θέλαμε, να περπατήσουμε, λουσμένοι στο σεληνόφως, ανάμεσα στα μνημειακά κουφάρια αλλά και στα ενεργειακά απομεινάρια των κατοίκων του μέρους, χιλιετίες πριν, άκοπα συναισθανόμενοι, την αλυσίδα της ανθρώπινης δράσης, αόρατα να μας συνδέει, χωρίς, ευτυχώς για εμάς, την διατύπωση άλλων αξιολογικών κρίσεων.
Μας χάλασε πραγματικά όλο το concept. Να συνδέσουμε τα χρόνια του Μίνωα, με αυτά του Μεσαίωνα, με τις μάγισσες να απολαμβάνουν την ιστορική τους δικαίωση• και να, που αιώνες μετά, θα βρίσκονταν (τω πνεύματι) σε έναν τόπο ανθρωποφάγας γυναικοκρατίας, έτοιμες να πάρουν εκδίκηση, σε μια εκστατική μέθεξη χορού κ ακροτελεύτιας βίας, από το φύλο που τις καταδίκαζε στην πυρά, επειδή απλά δεν μπορούσε να τις κατέχει. Εμείς πάντως κ μέσα από τα κάγκελα και τα Μινωικά φραγκόσυκα τους Dead Can Dance μας, τους ακούσαμε…..

Πάντως αν μετά από τέτοιο μάθημα στωικότητας και ενδοσκόπησης παραδίδεται σεμινάριο μίσους και αποστροφής στο γένος, τότε, δυο τινά συμβαίνουν. Ή πως η επανεφεύρεση που διατείνομαι, γίνεται προς το χιτλερικότερο / νιτσεϊκότερο, ή πως είναι ένοχη προδοσίας του σκοπού της• και σας ορκίζομαι δεν είναι τίποτα από τα 2• και μιας που οι μύγες που βαραίνουν όλους μας είναι πολλές, σας λέω, σαν επιφοίτηση της 11μερης παραμονής σε αυτό το καθαρτικό, παραδείσιο κολαστήριο των αδαών και των πρόστυχων, των γνωστικών και των έντιμων, πως πρέπει επιτέλους τις μύγες να τις γυρίζουμε πίσω απ’ όπου ήρθαν• πιθανότατα από κάποιο απόπατο της συνείδησης που κανείς μας δεν θέλει να απολυμάνει.
Και μιας που η επικοινωνία των ανθρώπων, μετά από κάποια χρόνια, γίνεται for the love of the game, που λένε κ στο χωριό μου, το μόνο πλέον που μένει, είναι να ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ τι λέει ο άλλος κ τι εννοεί και όχι να τον αξιολογήσουμε, να τον καταδικάσουμε στο έρεβος ή να τον λούσουμε με φωτεινή επιδοκιμασία. Το μόνο που μένει λοιπόν από την λεγόμενη και υπερτιμημένη, επικοινωνία (και) δι’ αυτής, να κατακτηθεί, είναι η καλύτερη κατανόηση, που θα μπορούσε εκλαϊκευμένα να ονομαστεί «επίγνωση»• πάντοτε μερική και ουδέποτε απόλυτη, αφού δεν γνωρίζουμε, αν είμαστε πράγματι ικανοί να φτάσουμε στο 100% των φυσικών μας δυνατοτήτων, χωρίς π.χ. να ανατινάξουμε τον πλανήτη από την ποσότητα της ενέργειας που πιθανά θα εκλύαμε.
 «Καλύτερη κατανόηση», όχι με όρους αξιολογίας, που οι άνθρωποι ουδέποτε καταφέραμε να δαμάσουμε με κοινή αποδοχή (παγκοσμιοποιημένα να πω?), ούτε απαραίτητα με όρους προσωπικής, ή άλλης (και πάντοτε επίκτητης και ουχί φυσικής) ηθικής, που οι άνθρωποι σπάνια, αν όχι ουδέποτε, καταφέραμε να αναγνωρίσουμε στους άλλους, παρά μόνο στον εαυτό μας• κατανόηση αυτού που επικοινωνείται λεκτικά, σε αντιστοιχία με αυτό που πράττεται και όχι σε αντιστοιχία με αυτό που θα έπρεπε να πράττεται• κατανόηση τέλος του εαυτού μας, των άλλων, αλλά και αποδοχή των συμπερασμάτων αυτής της «επίγνωσης». Τώρα αν κατά την αποδοχή αυτή, κάποιος θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει και όπως έχουμε πει πολλάκις, «αφού έτσι πιστεύουμε, έτσι και θα είναι», όστις θέλει, μπορεί και είναι ελεύθερος να αλλάξει το δέρμα του για το χειμώνα. Αν πάλι όχι, απλά πρέπει να μάθει να ζει με αυτό που πλέον γνωρίζει για τον εαυτό του. Και ζωή σημαίνει απόλαυση και όχι μαρτύριο• όταν κάποιος απολαμβάνει το μαρτύριο είναι πάλι άλλο θέμα, που δεν το έθεσα εγώ….εγώ όλο αυτό που ονομάστηκε επικοινωνία και με αυτούς ακριβώς τους όρους, το θεωρώ άσκηση στην ταπεινότητα και όχι στην ταπεινοφροσύνη. Και πράγματι πρέπει να είσαι ταπεινός και όχι απλά να σκέπτεσαι ταπεινά, αφού πια  γνωρίζεις, ότι δεν είσαι τίποτα άλλο, από μια σπίθα ανάμεσα σε εκρήξεις…..Και τι σπίθα, ε?
Γιατί, για να λειτουργήσει όλο αυτό, προϋποτίθεται η ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας και όχι απέναντι σε τρίτους γιατί η διαδικασία αφορά εμάς και όχι τους άλλους….Δεν είναι τι θέλουμε, δεν είναι τι λέμε ότι θέλουμε, δεν είναι ο τρόπος που λέμε ότι θέλουμε, είναι τελικά, τι κάνουμε (Πολύ  Batman μου έκανε αυτό) και ακολούθως, κατά πόσο μπορούμε να ζήσουμε με αυτά που κάνουμε και όχι με αυτά που λέμε πως κάνουμε (ή πως θα θέλαμε να…. Καταλαβαίνετε). Και ίσως, πιο πολύ απ’ όλα αυτά, είναι τι μπορούμε να κάνουμε (και δεν το λέω με όρους είτε αγοραστικής δύναμης, είτε κοινωνικά επιτρεπτού).
Αλλά πάλι εδώ, όπως και σε καθετί στην ανθρώπινη διάδραση, ενσκήπτει η λεγόμενη κατάρα του «εξαρτάται», αφού, άλλο τι μπορείς να κάνεις και άλλο, τι μπορεί να θες να κάνεις….και για να καταλάβεις την διαφορά, «εξαρτάται» κάθε φορά, από διάφορες μεταβλητές. Ναι αλλά γιατί κατάρα? Γιατί  κάθε «εξαρτάται» σημαίνει την παραδοχή της ανικανότητας να ποντάρεις στην σιγουριά, σε έναν αναμφίβολο ντεντερμίνισμο που είχε, για παράδειγμα, η παρατήρηση ενός μήλου που πέφτει, για τις θετικές επιστήμες• και εντάξει, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το παράδειγμα μου είναι ατυχές, δεδομένου ότι οι άνθρωποι μέχρι τα χρόνια του Νεύτωνα, θα είχαν δει βεβαίως πολλά μήλα να πέφτουν μέχρι τότε, χωρίς κανείς να έχει κάνει ανάλογα επιτυχημένη σημείωση• μα αυτό ήταν και άμεσο παράγωγο της επιστημονικής κατάρτισης του παρατηρητή, πράγμα σπάνιο για την πλειοψηφία του είδους μέχρι τότε.
Για αναρωτηθείτε όμως, με την κατάρτιση στον λεγόμενο Δυτικό κόσμο να είναι πλέον μαζικότερη, πόσα «μήλα» έχουν παρατηρηθεί, είτε για την ανθρώπινη συμπεριφορά, είτε για την σκέψη / πρόθεση / κίνητρο, που την πυροδοτεί? Το «εξαρτάται» στις θετικές επιστήμες δύναται να ελεγχθεί, σε σχεδόν απόλυτο βαθμό, στις ανθρωπιστικές όμως, είναι ένα πηγάδι με ασαφή προέλευση και προορισμό. Να γιατί το εξαρτάται είναι κατάρα. Οτιδήποτε, άλλωστε, προσφέρεται ως καταφύγιο, από όποια αλήθεια κομίζει η επίγνωση, δεν μπορεί να θεωρείται και ευλογία, έτσι? Γιατί όσο κάτι εξαρτάται, ποτέ του δεν συμβαίνει. Και αυτό είναι περίπου σίγουρο….Δεν εξαρτάται δηλαδή από τις συνθήκες να ωριμάσουν, εξαρτάται από εμάς να τις ωριμάσουμε• και είπαμε όσο κάτι εξαρτάται δεν συμβαίνει• και ο νοών νοείτω…
Πίσω στην ειλικρίνεια στον εαυτό μας, που φανερώνει, αν μη τι άλλο, αγαθή προαίρεση (είδατε τι κάνω για να μην την πω απλά «καλή»?). Προσόν ιδιαίτερο, αν σκοπός είναι η εμπιστοσύνη, το μόνο αντίδοτο στο «εξαρτάται». Αν λοιπόν μια τέτοια διαδικασία γίνεται με τους παραπάνω όρους, στην καλύτερη περίπτωση δύναται να προσφέρει την γαλήνη της ειρήνης και την άμβλυνση της ανεκτικότητας, ενώ στην χειρότερη, την ανησυχία του πολέμου και την όξυνση της αποφασιστικότητας. Ομοιόσταση επιτυγχάνεται με την διαπίστωση καθεαυτή….this is the way it is not how things should be


Το έτερο κακό της «επίγνωσης» πρέπει να είναι μάλλον η μοναξιά της. Γιατί παρ’ ότι πρέπει να είμαστε, ενάντια στα συμφέροντα, ειλικρινείς, αποδεικνύεται πως πρέπει, κατά την διαδικασία αυτή να είμαστε και αφόρητα μονάχοι…Μονάχοι, παρά τον αναμενόμενο χρόνιο προγραμματισμό καθένα από εμάς από θεσμούς, φορείς και διάφορες, έξω από εμάς, εξουσίες, που πιπιλίζουν τα αυτιά και εκμαυλίζουν συνειδήσεις, ατροφούν την αναζήτηση, προκρίνοντας την ξερολίαση, που ζέχνει ημιμάθεια στην καλύτερη, όπως και να το δεις. Μονάχοι, συνοδευόμενοι βεβαίως απο την προβλεπόμενη επιρροή(γιατί οι άνθρωποι δεν είμαστε ραπάνια να φυτρώνουμε μόνο είμαστε σφάλματα και μαθαίνουμε) με την βοήθεια του νου, της καρδιάς, των αισθήσεων και των εμπειριών, περιορίζοντας στο ελάχιστο την όποια ξένη επιρροή και επίδραση. Γιατί αν κάπου φτάνουμε με πανιά δανεικά, δεν θα είναι μακρύς ο καιρός που θα αναγκαστούμε να ξαναξεκινήσουμε το ίδιο ταξίδι, γιατί μάλλον κάτι δεν νιώσαμε στο ταξίδι που προηγήθηκε. Μάλλον ό,τι μας ψιθύριζε ο αέρας, το κάλυπταν οι ιαχές που άλλοι ονομάζουν, άποψη. Και ό,τι αποκτείται ετερόφωτα μοιάζει με χρέος επονείδιστο και επαχθές, ένα συμπέρασμα με το οποίο αδυνατούμε να συνδεθούμε υπαρξιακά• και όσοι ακόμη ενστερνίζονται τέτοια κίβδηλα, όσο ρεαλιστικά και αν μοιάζουν, συμπεράσματα, αποδεικνύονται, στην πράξη, αρνητές της ίδιας τους της φύσης, ή γυαλισμένα κενοτάφια, που όσο εντυπωσιακά είναι στην εμφάνιση, τόσο δύσοσμα και αλυσιτελή είναι στο περιεχόμενο.Βλέπετε ο κόσμος της σκέψης είναι αδέσμευτος απο την φυση του και οφείλει να παραμένει ακηδεμόνευτος και κριτικός, ανεπηρέαστος απο την επιβολή της σκέψης του άλλου, παρά τις προσπάθειες της ελιτ να επιβληθεί στη μάζα, παρά τα όσα τεκμαίρεται ο όποιος Gustave Le Bon
αιώνιο κουφάρι
Και να, που ξαφνικά, εκτός από το ίδιο το ταξίδι, αποκτά νόημα και να φτάνεις κάπου ταξιδεύοντας και όχι απλά να θέτεις στον χάρτη νέες Ιθάκες αταξίδευτες, ή να εγκαταλείπεις το καράβι, διαρκώς, μεσοπέλαγα. Όπως λένε όλοι στην κόρη μου:
«να είσαι καλή, να αγαπάς τους ανθρώπους» και εγώ γελώ πεισματικά και εριστικά για κάποιους, σκεπτόμενος από μέσα μου (μα και απ’ όξω μου, εφόσον κάτι τέτοιο απαιτηθεί) ότι αξία θα έχει, να φτάσει εκεί αμοναχή της. Να βρει αξία στο αυταπόδεικτο μόνη και όχι επειδή έτσι λένε όλοι. Να αγάπα και να αγαπιέται συνειδητά και όχι με χειραγώγηση…. γιατί έτσι λέει η μαμά / φίλη / δασκάλα / γκόμενος-α κ.ο.κ. Να καταλάβει τελικά γιατί κάποια πράγματα είναι αυταπόδεικτα, πηγαία και αληθινά σε όποια διάλεκτο να τα προφέρεις και κάποια άλλα πρέπει να προσπαθείς για να τα αποδείξεις, σπουδαιότερη ένδειξη της ανεφαρμοστικότητας και άρα της αφυσικότητας και του ψευδούς, όσο και ανούσιου, χαρακτήρα τους..
«Και όλα αυτά στο Κομμό ρε φίλε?», μου λέει η κυρα Σούλα με ύφος ψηφοφόρου ΣΥΡΙΖΑ την 2η φορά Αριστερά. «Αυτό είναι spa της Φιλοσοφικής, δεν είναι μέρος να πα να αράξεις, να ξεχαστείς», λέει με φανερή την αμφιβολία και την ειρωνεία στις λέξεις και στους τρόπους. Αντιπαρέρχομαι, ακούγοντας μέσα μου εκείνη την βοή της ηρεμίας και υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου το τσιτάτο του Μάο: «Όλοι μιλούν για την βία του ποταμού, αλλά κανείς για την βία της όχθης που τον περιορίζει»• ου γαρ οίδε τι ποιεί, σκέφτηκα και συνεχίζω, θέλοντας να πιστεύω πως θα βγω από το spa της, συντόμως.
Γιατί μέσα σε αυτές τις 11 ημέρες κατόρθωσα και τελείωσα ένα βιβλίο που το διαβάζω πάνω από 3 καλοκαίρια. «Γιατί, χαθήκαν οι χειμώνες?» ρωτά με στριγκιά φωνή η ακροάτρια μου. Μέρος της αναπηρίας μου κυρα Σούλα είναι πως για να διαβάσω απολαυστικά και απρόσκοπτα, θέλω και να αισθάνομαι αυτή την αίσθηση της μακαριότητας, της ραστώνης, δίχως χρέος κ χρέωση καμία, για να διαβάσω στο εαυτό μου τα παραμύθια, που άλλοι ονομάζουν λογοτεχνία. Και κατάρα σε αυτόν που έχει κρύψει τους παράδεισους μαζί με τον ελεύθερο χρόνο σε μέρος που μόνο αυτός γνωρίζει. Και αν κάποιος σκεφτεί ότι υβρίζω ας ησυχάσει. Γιατί υπεύθυνος γι αυτό, δεν μπορεί να είναι ο Δημιουργός του οτιδήποτε, γιατί πολύ απλά, γιατί να δώσει «μια δεκάρα» για παράδεισους και χρόνους, αυτός που ούτε ανάγκη τους έχει και στο κάτω – κάτω της γραφής, αν του προκύψει μια τέτοια ανάγκη, αυτός πάλι θα κληθεί να τους δημιουργήσει.
Ο καταραμένος λοιπόν μεταξύ των ανθρώπων, που είναι υπεύθυνος για αυτή την μακραίωνη ιστορία της υποδούλωσης των πολλών στην κερδοφορία του ενός, είτε ήθελε να είναι για πάντα παιδί, εις βάρος των άλλων, είτε δεν θέλει oι άλλοι να είναι παιδιά επειδή ο ίδιος δεν μπορεί να είναι• πάντα εις βάρος των άλλων δηλαδή.
Άλλη μια πικρή διαπίστωση είναι πως όταν είχαμε χρόνο, δεν είχαμε γνώση και τώρα που έχουμε γνώση, δεν έχουμε χρόνο….Εξ ου και ο φθόνος στα νιάτα• δεν εποφθαλμιούμε τα νιάτα των άλλων, που τα μάτια, φθονερά, βλέπουν άλλοι, να τα απολαμβάνουν• μόνο θρηνούμε τα νιάτα τα δικά μας, που η νόηση Λογικά αντιλαμβάνεται, πέραν κάθε αμφιβολίας, πως δεν θα είναι ξανά, ποτέ, δικά μας, για να τα απολαύσουμε.. Με αυτή την έννοια είπα προηγούμενα, πως με το μυαλό αδειανό ό,τι και να προκύψει μοιάζει καλοδεχούμενο, εννοώντας, ότι μόνο το αναπάντεχο μπορεί για πάντα να παραμένει άγνωρο….Πίσω στον Ζοζέ λοιπόν του οποίου το Νομπελικό έπος, ολοκλήρωσα μετά από 3 και κάτι χρόνια και χωρίς διάθεση καμία, να αποτινάξω τον μακροπερίοδο λόγο που και εκείνος φαίνεται να απολαμβάνει. «Τι κατάλαβες τελικά μετά από τόσο καιρό?» ρωτά, η κυρά Σούλα, με κρυφή την ελπίδα εύρεσης κάποιου αξιοσημείωτου νοήματος όλων αυτών, σε μία, αμφιβόλου κύρους, λογοτεχνική κριτική.
Δυο σχόλια, πέραν της μικροπρεπούς αντιμετώπισης του φινάλε, μίας, κατά τ’ άλλα, εκπληκτικά δομημένης ιστορίας, έως και τότε, είναι τα εξής: Αρχικά και για να συνδέσω τα κριτικά με τα αποφθεγματικά, να τονίσω πως ο πρότυπος κατά Ζοζέ, Ιησούς, αποδεικνύεται ταπεινός, αποδεχόμενος το πεπρωμένο του ακόμα και όταν στην πράξη το αρνείται. Αυτή η παραδοχή της μοίρας που δεν γίνεται ποτέ κανείς μας να ορίσει, η παραδοχή πως αποτελούμε μέρος ενός ξένου grand design, όσο δυσλειτουργικό, αδόκιμο και συγκυριακό και αν φαίνεται είναι de facto απόδειξη ταπεινότητας μπροστά σε κάτι αξεπέραστα καλύτερο και αποδεδειγμένα πληρέστερο• αυτή είναι μια απόδειξη ταπεινότητας και όχι ταπεινοφροσύνης, κάτι που δεν γίνεται ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΔΕΧΤΕΙ ένας αδάμαστος άνθρωπος, παρ’ ότι και ο ίδιος δέχεται το τέλος του, ακόμη και αν επινόησε, στην πορεία, πως το τέλος αυτό, μπορεί να είναι και αρχή. Και ποιος μπορεί, με αποδείξεις, να διαψεύσει, ή όχι? Και γιατί όχι?? Η εύκολη λύση για ένα ανώτερο ον, όταν αμφισβητείται από υφιστάμενους του, με σχόλια περί ελβετικού τυριού ως προς την επεξήγηση αυτού του διαβόητου grand design, θα ήταν απλά και με θράσος, όπως θα φαίνεται στους υφιστάμενους, να δηλώσει την αλήθεια των πραγμάτων: πως δεν είμαστε εξοπλισμένοι ν’ αντιληφθούμε, στην πλήρη του έκταση, την όποια σοφία, αυτό διαθέτει.

Πονήματα σαν και του Ζοζέ, μου δίνουν επιπλέον όπλα στην φαρέτρα μου εναντίον όσων απορρίπτουν τον Ιησού εν γένει, για το άλλοθι εξουσίας που έδωσε ο Παυλιανικός Χριστός στην Εκκλησία, αρνούμενοι να δουν, πως ακόμη και η σκυλευμένη εικόνα του Δόγματος, δύναται να δίνει εφαλτήρια σε ωραίες ιστορίες, όσο και αν θα είναι εκ φύσεως βλάσφημες, με την έννοια ότι προσεγγίζουν το θεϊκό με την απλοϊκότητα του επαρμένου εραστή των λέξεων. Ιστορίες που εν τέλει γιγαντώνουν την ανάγκη ύπαρξης ενός Ιησού πανανθρώπινου και ανθρωπιστικού, ως σκοπεύει να είναι Κάτι που έρχεται για τις «χάρες» του ανθρώπινου είδους και μόνο (γιατί όλα τα άλλα είδη δεν έχουν φύγει ποτέ την Εδέμ• οι άνθρωποί / διάβολοι είναι αυτοί που τα εκδιώχνουν). Διογκώνουν αν δεν δικαιώνουν, την ανάγκη ύπαρξης ενός Ιησού, ακόμη και αν (στην προκειμένη περίπτωση του Ευαγγελίου) παρουσιάζεται εξορθολογισμένος, ιδωμένος μέσα από τον περιορισμό της ανθρώπινης φαντασίας και ίσως απογυμνωμένος από εκείνη την θεϊκή δύναμη που τον έκανε διάσημο σε όλους, λυτρωτή σε κάποιους και καταπιεστή σε όλους τους υπολοίπους. Απογυμνωμένος, όπως μάλλον υπονοεί ο Ζοζέ, για να ξεμπερδεύει η Μονοθεϊστική Αρχή, με την έως τότε πατενταρισμένη Ιουδαϊκή εθνικότητα του εκδικητικού και παιδοφάγου Γιάχβε (όπως έκανε πριν με τον φετιχισμό τον τοτεμισμό τον ανιμισμό και όλους τους -ισμούς), προκειμένου να αναβαπτιστεί αίφνης με καθολικό διαβατήριο και βίζα για όλο τον κόσμο, διαμέσου του τέκνού του, το οποίο ευλόγησε και προστάτευσε, μόνο και μόνο για να πεθάνει και αυτό, διωκόμενο από το είδος που καλείται να «σώσει» και εν τέλει απροστάτευτο από ό,τι τον οδήγησε ως τα εκεί. Και γιγαντώνουν τόσο την ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου μοντέλου υπέρ-ήρωα (για να χρησιμοποιήσουμε την σινεφίλ ορολογία των ημερών), όσο αναγκαία φαίνεται σε μερικούς, αν όχι σε όλους, η ύπαρξη προτύπων όπως ο Μάρξ, ο Λένιν, ο Γκάντι και ο Άρης Βελουχιώτης, στην ανθρώπινη διάδραση (Λίγα λεπτά διάλειμμα για όσους έχουν προβλήματα ακοής).
Πάντως φέτος δεν τελείωσαν, ως οφείλουν, μόνο οι διακοπές• κ γιατί …οφείλουν? Γιατί αν δεν τελείωναν αυτές, ποιος σας πείθει ότι θα τελείωναν κάποτε και οι στιγμές που δεν θες να έρχονται, αλλά απτόητες εκείνες κάνουν, άλλοτε λογικά και άλλοτε αδόκιμα, την εμφάνιση τους, πάντοτε την στιγμή που δεν θες• «γιατί υπάρχει περίπτωση ποτέ να θες?» πάλι η Κυρα Σούλα εύλογα αναρωτείται…όμως γι’ αλλού ξεκίνησα και αλλιώς πάω να τελειώσω. Γιατί οι διακοπές δεν ήσαν οι μόνες που μας τέλειωσαν φέτος μια δεδομένη στιγμή, που υπακούει τυφλά στις επιταγές της ανάγκης. Ήταν και τα χρόνια σε μια ακόμα ξένη οικία που την κάναμε κατοικία και σπίτι δικό μας, μόνο για να το ξανακάνουμε, κάπου που είχαμε βρεθεί, όταν ήμασταν και λιγότεροι. Μιζέρια σε repeat δηλαδή….Σκέπτομαι τον τίτλο του κειμένου και αναθαρρώ …άλλωστε το τέλος είναι κοντά..
Goodbye Batman
Αισθανόμενος και, βάσει των παραπάνω, την αβάσταχτη βεβαιότητα  πως επιβιώνουμε την όποια μέρα, μόνο για να πεθάνουμε μια κάποια επόμενη, θα ήθελα να εγκαινιάσω (?!!?) την σειρά jihad ή αλλιώς της εναντιώσεως, των ατέρμονων αντιφάσεων της ίδιας της ύπαρξης, για να αμβλύνουμε και λίγο την μαρξιστική κριτική, λέγοντας πως τελικά είναι ωραίο να επιβιώνεις σε μια τέτοια γλυκιά ερημία αλληλόδρασης, ακόμη κ αν τούτο γίνεται μόνο για να επιβεβαιώσεις την άγνοια σου για το ΠΟΤΕ και, σίγουρα όχι για το εάν, ή για το πώς, όλα όσα ξέρεις θα τελειώσουν.
Ήθελα να το τελειώσω εδώ, αλλά τρώγομαι να ασχοληθώ με όσους βαρυγκομούν στην εμμονή με την συντακτική τελειότητα, ή επιδίδονται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι με τις λέξεις. Επειδή λοιπόν πολλοί τέτοιοι θα διαφωνήσουν με την επιλογή του ρήματος «επιβιώνω», επιμένοντας υλιστικά στο ποιοτικότερο και συνθετότερο ρήμα «διαβιώνω», αφήνοντας όμως μύρια άλλα κενά, ως προς τις άπειρες μεταβλητές που το ρήμα αυτό χρειάζεται για να αποδοθεί με αποστασιοποιημένο και πάντως, γενικευμένα, ορθώς ερμηνευόμενο, τρόπο, κατά τον γράφοντα πάντα. Ενώ το ρήμα «επιβιώνεις», όπως χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο, με την λιτή και απέριττη φύση του, σε κάνει να σκέφτεσαι μαρτυρικούς αγώνες κατάργησης του ΕΓΩ, ή στιγμές καταπιεσμένου προλεταριάτου που βοά για καλύτερες μέρες• όπως και να ‘χει, με βολεύει….
Όπως και πέρσι έτσι και φέτος, το ρητό, ακόμη και προτού την λήξη της δεδομένης περιόδου ομοιόστασης με την Δημιουργία, είναι τόσο γνωστό, όσο και εγγυημένα συνεχιζόμενο εις το διηνεκές: ΚΑΘΕ ΠΡΑΓΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΜΟΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ!!!
με τέτοια τρέλα τί τι θέμε την κορδέλα!!
Και στο τέλος, μου έρχεται επιβλητικά (χαχα) και πάλι, μια ανοίκεια σκηνή, να υπερθεματίζει την επιλογή του τίτλου μας. Είναι λέει φθινόπωρο του 83, ο καστανάς στην στάση των Κ. Πατησίων ακαμάτης να ξύνει τα αχαμνά του και ένα παιδάκι να κλαίει απαρηγόρητο…Δίπλα, ο παππούς κ η γιαγιά του προσπαθούν να το παρηγορούν:
-«Γιατί όλοι λένε καλό χειμώνα??? αφού δεν μ’ αρέσει ο χειμώνας!!!», να ουρλιάζει ο μικρός
-«Είναι που όλα ξεκινάνε παιδί μου» λέει με προσποιητά επαΐον ύφος, η γιαγιά του και με τρόπο φωναχτό, να ακούσει ο κόσμος, ότι κάποιος προσπαθεί να συγκρατήσει το ακοινώνητο παιδί,
-«ναι ξεκινάνε να πεθαίνουν!!» λέει εύστοχα ο μικρός, πάντα κλαίγοντας γοερά,
-«Δες το σαν πρωτοχρονιά καλέ μου» συνεχίζει απρόσκοπτα η γιαγιά,
«Και τότε, πού είναι το δώρο μου, πού είναι το δέντρο, πότε θα πω τα κάλαντα????» ακατάπαυστα κλαίγοντας και μεταξύ λυγμών, ρωτώντας ο μικρός.
Τότε ήταν, που ο αμίλητος, έως τα τότε, παππούς, σκύβει στωικά, του χτυπά συγκαταβατικά την πλάτη και με πράο, καταδεκτικό ύφος, γιομάτο όλων των χρόνών του, την θυμοσοφία και, συνωμοτικά του ψιθυρίζει στο αυτί, σαν να μην θέλει λες, να μάθει ο κόσμος το μυστικό, που όμως μοιάζει, τον μικρό να ησυχάζει:
«Όλα θα punk, αλλά, παιδί μου,…..

Δεν υπάρχουν σχόλια: